θαμέες
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
English (LSJ)
οἱ, gen. θαμέω[ν] dub. in Sapph.Supp.15.1; dat. θᾰμέσι, acc. θᾰμέας (nom.sg.masc. θαμύς A.D.Adv.153.4): fem.nom.and acc. θαμειαί, -άς (oxyt., Aristarch. ap. Hdn.Gr.2.22):—poet.Adj. used only in plural, crowded, close-set, ὀδὀντες… ὑὸς θαμέες ἔχον Il.10.264; ὀδόντες πυκνοὶ καὶ θ. Od.12.92; θαμέες γὰρ ἄκοντες… ἀΐσσουσι Il.11.552, 17.661; ἴκρια… ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι Od.5.252; πυραί, λίθοι θ., Il.1.52, 12.287; frequent, λυγμοί Nic.Th.434, Al.581 (in Comp. θαμειότερος): Comp. θαμύντερος Hsch. Adv. θαμέως, = θαμά, Alc.Supp.25.5 (dub.), Hp.Superf.25, Max.600.
French (Bailly abrégé)
seul. nom., dat. θαμέσι, acc. θαμέας;
c. θαμειός.
Russian (Dvoretsky)
θᾰμέες: οἱ, αἱ эп. (dat. θαμέσι, acc. θαμέας) pl. к θαμειός.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμέες: οἱ, δοτ. θᾰμέσι, Ἀττ. θᾰμέας (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θαμύς, Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α.Β. 563)· θηλ. ὀνομ. καὶ αἰτ. θαμειαί, άς (ὡς ἐκ τοῦ θαμειός)· -ποητ. ἐπίθετον ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ., πυκνός, πεπυκνωμένος, Λατ. frequens, ὀδόντες... ὑὸς θαμέες ἔχον Ἰλ. Κ. 264· ὀδόντες πυκνοὶ καὶ θ. Ὀδ. Μ. 92· θαμέες γὰρ ἄκοντες … ἀΐσσουσι Ἰλ. Λ. 552, Ρ. 661· ἴκρια... ἀραρῶν θαμέσι σταμίνεσσι Ὀδ. Ε. 252· πυραὶ … καίοντο θαμειαὶ Ἰλ. Α. 52· λίθοι πωτῶντο θαμειαὶ Μ. 287, πρβλ. Ξ. 422, κτλ. - Συγκρ. θαμύντερος παρ’ Ἡσυχ.· θαμειότερος Νίκ. Ἀλ. 594. - Ἐπίρρ. θαμέως = θαμά, Ἱππ. 262. 54, Μάξιμ. π. καταρχ. 600.
English (Autenrieth)
(θάμα), dat. θαμέσι, θαμειαῖς, acc. θαμέας: frequent, thick; σταυροὶ πυκνοὶ καὶ θαμέες, ‘thick set and numerous,’ Od. 14.12.
Greek Monolingual
θαμέες, oἱ, θηλ. θαμειαί (Α)
1. συνωστισμένοι, στριμωγμένοι, πυκνοί («ὀδόντες... ὑὸς θαμέες ἔχον», Ομ. Ιλ.)
2. συχνοί («θαμέες λυγμοί», Νίκ.).
επίρρ...
θαμέως (Α)
συχνά, θαμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίρρ. θαμά, έχει υποτεθεί αμάρτ. τ. θαμύς (πρβλ. τάχα - ταχύς), του οποίου πληθ. είναι το θαμέες.
Greek Monotonic
θᾰμέες: οἱ, δοτ. θᾰμέσι, αιτ. -έας (από το θαμύς)· θηλ. ονομ. και αιτ. θαμειαί, -άς (από το θαμειός)· ποιητ. επίθ. μόνο στον πληθ. στριμωγμένος, στενά συνδεδεμένος, συμπυκνωμένος, πυκνός, σε Όμηρ.