ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
Full diacritics: θηλυμανία | Medium diacritics: θηλυμανία | Low diacritics: θηλυμανία | Capitals: ΘΗΛΥΜΑΝΙΑ |
Transliteration A: thēlymanía | Transliteration B: thēlymania | Transliteration C: thilymania | Beta Code: qhlumani/a |
v. θηλυμανής.
[Seite 1207] ἡ, rasende Liebe zu den Weibern, K. S.
η (ΑΜ θηλυμανία) θηλυμανής
η μανιώδης τάση για σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες.