θορύβηθρον
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
τό, = λεοντοπέταλον, Ps.-Dsc.3.96.
German (Pape)
[Seite 1215] τό, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θορύβηθρον: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ λεοντοπετάλου, Διοσκ. 3. 100.
Greek Monolingual
θορύβηθρον, τὸ (Α)
το φυτό λεοντοπέταλο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + επίθημα -ηθρον (πρβλ. ελκηθρον, στέργηθρον)].