ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητήςαρχ.αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργοδότης, τροφοδότης.