κάποτε
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek Monolingual
(Μ κάποτε και ὁκάποτε και ὁκάποτες)
(χρον. επίρρ.)
1. ορισμένη στιγμή στο παρελθόν, κάποια φορά, μια φορά («κάποτε πρέπει να είχαμε συναντηθεί»)
2. (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάποτε κάποτε περνάει από εδώ»)
νεοελλ.
1. (διαζευκτικά) άλλοτε... άλλοτε («κάποτε γελά, κάποτε κλαίει»)
2. στο μέλλον, αργά ή γρήγορα («θα μετανιώσεις κάποτε μα θά 'ναι αργά»)
3. φρ. «ο κάποτε...» — ο πρώην
μσν.
φρ. α) «ἂν τύχη κάποτε» — ίσως στο μέλλον
β) «εἰς καιρὸν ὁκάποτε ὅταν» — όταν στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν ποτέ. (Για τον τ. ὁκάποτε βλ. λ. κάποιος)].