κάρφωμα

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

το (Μ κάρφωμα) καρφώνω
το να καρφώνει, να στερεώνει κάποιος με καρφιά κάτι
νεοελλ.
1. ακινητοποίηση, καθήλωμα
2. κατάδοση, προδοσία
3. (στο βόλεϋ) ισχυρό χτύπημα της μπάλας ώστε αυτή να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο της αντίπαλης ομάδας
4. μαγική ενέργεια κατά την οποία πάνω σε ομοίωμα, είδωλο προσώπου ή φανταστικής αρρώστιας μπήγουν καρφίτσες ώστε να καταστραφεί το μισητό πρόσωπο ή να εξουδετερωθεί η αρρώστια.