καθαγισμός

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθᾰγισμός Medium diacritics: καθαγισμός Low diacritics: καθαγισμός Capitals: ΚΑΘΑΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kathagismós Transliteration B: kathagismos Transliteration C: kathagismos Beta Code: kaqagismo/s

English (LSJ)

ὁ, funeral rites, Luc.Luct.19.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, die Weihung des Opfers, bes. durch Verbrennung, vom Todtenopfer Luc. de luct. 19.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
célébration d'un sacrifice pour des funérailles.
Étymologie: καθαγίζω.

Greek Monolingual

καθαγισμός, ὁ (Α) καθαγίζω
1. καθιέρωση, αφιέρωση προσφορών σε νεκρούς
2. συνεκδ. επικήδεια τελετή («τὰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν καθαγισμῶν... ὁρᾱτε», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

καθᾰγισμός: ὁ, επικήδειες τελετές, Λατ. parentalia, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾰγισμός:погребальное жертвоприношение, тризна Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαγισμός -οῦ, ὁ [καθαγίζω] begrafenisritueel.

Middle Liddell

καθᾰγισμός, [from καθᾰγίζω]
funeral rites, Lat parentalia, Luc.