καθαγισμός
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ὁ, funeral rites, Luc.Luct.19.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, die Weihung des Opfers, bes. durch Verbrennung, vom Todtenopfer Luc. de luct. 19.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
célébration d'un sacrifice pour des funérailles.
Étymologie: καθαγίζω.
Greek Monolingual
καθαγισμός, ὁ (Α) καθαγίζω
1. καθιέρωση, αφιέρωση προσφορών σε νεκρούς
2. συνεκδ. επικήδεια τελετή («τὰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν καθαγισμῶν... ὁρᾱτε», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
καθᾰγισμός: ὁ, επικήδειες τελετές, Λατ. parentalia, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθᾰγισμός: ὁ погребальное жертвоприношение, тризна Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαγισμός -οῦ, ὁ [καθαγίζω] begrafenisritueel.
Middle Liddell
καθᾰγισμός, [from καθᾰγίζω]
funeral rites, Lat parentalia, Luc.