καλαμοστασία

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμοστᾰσία Medium diacritics: καλαμοστασία Low diacritics: καλαμοστασία Capitals: ΚΑΛΑΜΟΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: kalamostasía Transliteration B: kalamostasia Transliteration C: kalamostasia Beta Code: kalamostasi/a

English (LSJ)

ἡ, fixing of vine-poles, PGiss.56.12 (vi A.D.).

Greek Monolingual

καλαμοστασία, ἡ (Α)
πάπ. η τοποθέτηση καλάμινων υποστηριγμάτων στα κλήματα του αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στασία (< -στατης < ἵστημι), πρβλ. ζυγοστασία, ηλιοστασία].