καλλιπέτηλος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
καλλιπέτηλον, with beautiful leaves, AP9.64 (Asclep. or Arch.), 10.16 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 1310] schönblättrig; λήϊον, ἀκρέμων, Theaet. 2 Asclepiad. 34 (IX, 64. X, 16).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles feuilles.
Étymologie: καλός, πέταλον.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπέτηλος: покрытый прекрасными листьями (ἀκρεμών, λήϊον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπέτηλος: -ον, εὐπέταλος, Ἀνθ. Π. 9. 64., 10. 16.
Greek Monolingual
καλλιπέτηλος, -ον (Α)
(για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. του πέταλον), πρβλ. αβροπέτηλος, λευκοπέτηλος.
Greek Monotonic
καλλιπέτηλος: -ον (πέτηλον), αυτός που έχει ωραία πέταλα, εύσχημα φύλλα, σε Ανθ.