Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
-ή, -ό καμπούρα
αυτός που έχει καμπούρα, κύρτωση, ο καμπούρης, ο κυρτός («καμπουρωτή μύτη»).
επίρρ...
καμπουρωτά
με καμπουρωτό τρόπο, κυρτά.