καμπουρωτός
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
-ή, -ό καμπούρα
αυτός που έχει καμπούρα, κύρτωση, ο καμπούρης, ο κυρτός («καμπουρωτή μύτη»).
επίρρ...
καμπουρωτά
με καμπουρωτό τρόπο, κυρτά.