κανάλι
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM κανάλιον, Μ και κανάλιο[ν]). 1. θαλάσσιο πέρασμα, φυσικό ή τεχνητό
2. αυλάκι γεμάτο νερό, διώρυγα, οχετός
νεοελλ.
1. τόπος κατάλληλος για μεταφορὰ εμπορευμάτων
2. μτφ. η ζώνη συχνότητας από την οποία μεταδίδονται εικόνες και ήχοι από τους τηλεοπτικούς πομπούς στους δέκτες της τηλεόρασης, δίαυλος
αρχ.
1. πάροδος
2. θολωτός οχετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. canalis].