κανίδιον

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανίδιον Medium diacritics: κανίδιον Low diacritics: κανίδιον Capitals: ΚΑΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kanídion Transliteration B: kanidion Transliteration C: kanidion Beta Code: kani/dion

English (LSJ)

τό, little basket (unless = κνίδιον), PPar. Wess. p. 245, Sammelb. 7243.12 (iv AD).

Greek (Liddell-Scott)

κανίδιον: τό, εἶδος μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.

Greek Monolingual

κανίδιον, τὸ (Α)
πάπ.
1. μικρό καλάθι, κάνιστρο
2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. καπρίδιον, χοιρίδιον)].