καναβόσπορος
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
Greek Monolingual
κανναβούρι, καναβούρι, κανναβόσπορος, καναβόσπορος, το (Μ καναβούριν, κανναβούριν) κάνναβις, κάναβις
ο σπόρος του φυτού κάνναβη, κάναβη