καπηλογείτων
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
-ονος, ὁ, = attubernalis, Glossaria.
Greek Monolingual
καπηλογείτων, -ονος, ὁ (Α)
αυτός που γειτονεύει με καπηλειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + γείτων.