Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω
2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω
β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω
3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar].