καρποφορώ
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
(AM καρποφορῶ, -έω) καρποφόρος
1. παράγω καρπό, είμαι καρποφόρος
2. φέρω αποτέλεσμα, τελεσφορώ («καρποφόρησαν τα λόγια μου»)
μσν.
1. αποκομίζω καρπούς («ἵνα ὁ ἄνθρωπος τὰς ἐντολὰς κυρίου καρποφορῇ»)
2. κερδίζω, αποκτώ
μσν.-αρχ.
κάνω προσφορές, προσφέρω.