καρτεραύχην

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτεραύχην Medium diacritics: καρτεραύχην Low diacritics: καρτεραύχην Capitals: ΚΑΡΤΕΡΑΥΧΗΝ
Transliteration A: karteraúchēn Transliteration B: karterauchēn Transliteration C: karterafchin Beta Code: karterau/xhn

English (LSJ)

v. κρατεραύχην.

German (Pape)

[Seite 1330] ενος, = κρατεραύχην, Hippocr. u. Galen.

Greek Monolingual

καρτεραύχην, -ενος, ὁ (Α)
κρατεραύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + αὐχήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτεραύχην -χενος [καρτερός, αὐχήν] met een stevige nek.