καρυΐτης

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠΐτης Medium diacritics: καρυΐτης Low diacritics: καρυΐτης Capitals: ΚΑΡΥΪΤΗΣ
Transliteration A: karyḯtēs Transliteration B: karuitēs Transliteration C: karyitis Beta Code: karui/+ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, like a nut, τιθύμαλλος κ., Euphorbia Myrsinites, Dsc.4.164.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, ein Kraut mit nußähnlichen Früchten, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καρυΐτης: ὁ, ὅμοιος πρὸς κάρυον, τιθύμαλλος, καρ., Euphorbia Myrs nites, Διοσκ. 4. 165.

Greek Monolingual

καρυΐτης, ὁ (Α)
1. αυτός που μοιάζει με καρύδι
2. φρ. «τιθύμαλλος καρυΐτης» — το φυτό ευφόρβιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. γαλακτίτης, μελιτίτης)].