κατάκροτος

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκροτος Medium diacritics: κατάκροτος Low diacritics: κατάκροτος Capitals: ΚΑΤΑΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: katákrotos Transliteration B: katakrotos Transliteration C: katakrotos Beta Code: kata/krotos

English (LSJ)

κατάκροτον, noisy, Hld.1.30.

German (Pape)

[Seite 1356] geräuschvoll, Heliod. 1, 30 ἠχὴ κατάκροτος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκροτος: -ον, θορυβώδης, πλήρης κρότου, ἠχὴ, Ἡλιόδ. 1. 30.

Greek Monolingual

κατάκροτος, -ον (Α)
θορυβώδης, με πολύ κρότο.