καταβλαβής

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek (Liddell-Scott)

καταβλαβής: -ές, βεβλαμμένος τὰς φρένας, Διδ. Ἀλ. 608C. ΙΙ. παθὼν μεγάλην βλάβην, κατεστραμμένος, Ἐπιγρ. Ταυρ., CIG οὕτω καὶ Ἰτ. 4325, 9.

Greek Monolingual

καταβλαβής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει βλάβη στις φρένες, στο μυαλό, βλαμμένος
2. αυτός που έχει πάθει μεγάλη ζημιά, που έχει καταστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επιβλαβής, προσβλαβής].