καταθυμέω
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
to be cast down, lose heart, X.HG3.2.7.
German (Pape)
[Seite 1349] den Muth ganz sinken lassen, ganz muthlos u. verzagt sein, Xen. Hell. 3, 2, 27 ὁ δῆμος παντελῶς κατηθύμησε.
French (Bailly abrégé)
καταθυμῶ :
perdre entièrement courage.
Étymologie: κατά, ἀθυμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αθυμέω volledig de moed verliezen.
Russian (Dvoretsky)
καταθῡμέω: падать духом (παντελῶς Xen.).
Greek Monotonic
καταθῡμέω: μέλ. -ήσω, αποθαρρύνομαι εντελώς, χάνω ολότελα το θάρρος μου, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταθῡμέω: ὅλως ἀθυμῶ, χάνω ὁλοσχερῶς τὸ θάρρος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7.