κατακάθομαι

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

και κατακάθημαι και κατακάθουμαι
1. κατέρχομαι λόγω του βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό
2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω
3. (για υγρά) κατασταλάζω
4. μτφ. καταλαγιάζω, ηρεμώ.