καταλαβεύς

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλᾰβεύς Medium diacritics: καταλαβεύς Low diacritics: καταλαβεύς Capitals: ΚΑΤΑΛΑΒΕΥΣ
Transliteration A: katalabeús Transliteration B: katalabeus Transliteration C: katalaveys Beta Code: katalabeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, holder, nail, in plural, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, nach VLL. = πάσσαλος.

Greek Monolingual

καταλαβεύς, ὁ (Α) καταλαμβάνω
πάσσαλος ή καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα-λαβ- (καταλάβω) του καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + -εύς (πρβλ. αντι-λαβ-εύς, περιλαβ-εύς)].