καταμίσγω

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμίσγω Medium diacritics: καταμίσγω Low diacritics: καταμίσγω Capitals: ΚΑΤΑΜΙΣΓΩ
Transliteration A: katamísgō Transliteration B: katamisgō Transliteration C: katamisgo Beta Code: katami/sgw

English (LSJ)

= καταμείγνυμι, Str.1.2.9:—Med., Nic.Al.353:—Pass., h.Pan.26.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. μίσγω), = καταμίγνυμι, Strab. I p. 20; med., H. h. 18, 26; wie das act., Nic. Al. 353.

Greek (Liddell-Scott)

καταμίσγω: καταμίγνυμι, Στράβ. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Νικ. Ἀλ. 353· καὶ κρόκος καὶ ὑάκινθος καταμίσγεται ἄκριτα ποίῃ Ὁμ. Ὕμν. 18, 26.

Greek Monolingual

καταμίσγω (Α)
καταμείγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μίσγω, μεταπλασμένος τ. του μείγνυμι].

Greek Monotonic

καταμίσγω: = το προηγ.· Μέσ. με Παθ. σημασία, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

= καταμίγνῡμι, Hhymn.] [Mid. in pass. sense