κατασπαταλάω

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπᾰτᾰλάω Medium diacritics: κατασπαταλάω Low diacritics: κατασπαταλάω Capitals: ΚΑΤΑΣΠΑΤΑΛΑΩ
Transliteration A: kataspataláō Transliteration B: kataspatalaō Transliteration C: kataspatalao Beta Code: kataspatala/w

English (LSJ)

live wantonly, wanton, LXX Pr.29.21, Am.6.4, Luc. Epigr.50.

German (Pape)

[Seite 1380] = κατασπαθάω, Luc. ep. 7 (XI, 402) u. Sp.

French (Bailly abrégé)

κατασπαταλῶ :
vivre dans la mollesse.
Étymologie: κατά, σπαταλάω.

Russian (Dvoretsky)

κατασπᾰτᾰλάω: предаваться наслаждениям, проводить жизнь в кутежах Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπᾰτᾰλάω: ζῶ μετὰ σπατάλης, ἀκολάστως καὶ ἀσώτως, καθ’ Ἡσύχ. «κατατρυφῶ, τρυφῶ», Ἀνθολ. Π. 11. 402, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 4)· λίαν σπαταλῶ, καταδαπανῶ εἰς εὐζωΐαν καὶ ἀκολασίας, ὁ Σουΐδ. συνάπτει, κατασπαθᾶν καὶ κατασπαταλᾶν καὶ σκορπίζειν· ὁ Φώτ. τρυφῶσί τε καὶ κατασπαταλῶσι.

Greek Monotonic

κατασπᾰτᾰλάω: ζω με σπατάλη, ακόλαστα και άσωτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

to live wantonly, to wanton, Anth.