Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατιλλαίνω

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατιλλαίνω Medium diacritics: κατιλλαίνω Low diacritics: κατιλλαίνω Capitals: ΚΑΤΙΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: katillaínō Transliteration B: katillainō Transliteration C: katillaino Beta Code: katillai/nw

English (LSJ)

look askance at, Hsch. (Pass.):—Act. is prob. in Arist.Phgn.813a21.

German (Pape)

[Seite 1402] höhnisch von der Seite ansehen, anblinzeln, VLL,; Hesych. erkl. κατιλλάνθη, κατεμυκτήρισεν.

Russian (Dvoretsky)

κατιλλαίνω: косить глазами Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κατιλλαίνω: βλέπω λοξῶς, «στραβοκυττάζω», Ἡσύχ., πρβλ. κατιλλώπτω·- ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 48, κατιλλαίνοντες ὡραῖοι, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ κατιλλαντιωρίαν. ΙΙ. ἐπὶ ἤχων, εἶμαι ἀσταθής, ὑποτρέμω, ἐκλείπω, Λατ. titubare, Ἱππ. 1083Η· ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῶν: κατειλοῦσαι, κατίλλουσαι, αἵτινες (ἂν γίνωσι δεκταὶ) δέον νὰ ληφθῶσιν ἐπὶ παθ. σημασ., ἀποκεκλεισμέναι, ἠμποδισμέναι· ὁ Γαλην., Γλωσσ. σ. 496, φαίνεται ὅτι ἀνέγνωσε, κατιλλόμεναι.

Greek Monolingual

κατιλλαίνω (Μ)
1. βλέπω κάποιον λοξά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «κατιλλάνθη
κατεμυκτηρίσθη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»].