καυνακοπλόκος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυνᾰκοπλόκος Medium diacritics: καυνακοπλόκος Low diacritics: καυνακοπλόκος Capitals: ΚΑΥΝΑΚΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: kaunakoplókos Transliteration B: kaunakoplokos Transliteration C: kavnakoplokos Beta Code: kaunakoplo/kos

English (LSJ)

ὁ, weaver of καυνάκαι, PMasp.283ii17 (vi A.D.).

Greek Monolingual

καυνακοπλόκος, ὁ (Α)
αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος, στιχοπλόκος.