καχρυόεις

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχρῠόεις Medium diacritics: καχρυόεις Low diacritics: καχρυόεις Capitals: ΚΑΧΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: kachryóeis Transliteration B: kachryoeis Transliteration C: kachryoeis Beta Code: kaxruo/eis

English (LSJ)

καχρυόεσσα, καχρυόεν, bearing κάχρυ, ῥίζα, = λιβανωτίς, Nic.Th. 40.

German (Pape)

[Seite 1409] εσσα, εν, = καγχρυόεις, der gerösteten Gerste ähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καχρυόεις: εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40.

Greek Monolingual

καχρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
όμοιος με φρυγμένο κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + επίθ. -όεις (πρβλ. αστερόεις, φλογόεις)].