κηδοσύνη
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ἡ, yearning, in plural, A.R.1.277, 3.462, 4.1473.
German (Pape)
[Seite 1430] ἡ, = κῆδος 1, Betrübnis, Kummer, Ap. Rh. 1, 277. 3, 462.
Greek (Liddell-Scott)
κηδοσύνη: ἡ, θλῖψις, στενοχωρία, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 277, κτλ.
Greek Monolingual
κηδοσύνη, ἡ (Α) κηδόσυνος
θλίψη, στενοχώρια, έγνοια.