κισσάω

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσάω Medium diacritics: κισσάω Low diacritics: κισσάω Capitals: ΚΙΣΣΑΩ
Transliteration A: kissáō Transliteration B: kissaō Transliteration C: kissao Beta Code: kissa/w

English (LSJ)

Att. κιττάω,
A (κίσσα II) crave for strange food, of pregnant women, Arist.HA584a19, Arr.Epict.4.8.35, Gal.6.422; κ. τῆς γηθυλλίδος Polem.Hist.36: metaph., κ. τῆς εἰρήνης Ar.Pax 497 (lyr.): c. inf., long to do a thing, Id.V.349 (cf. Sch.); ἐκίττα ἡ πόλις ἐπὶ τῷ μειρακίῳ Longus 4.33.
II Act., conceive, LXX Ps.50(51).7.

German (Pape)

[Seite 1442] att. κιττάω, das heftige Gelüst schwangerer Frauen nach besonderen, oft widernatürlichen Speisen haben, τινός; Ath. IX, 372 a; Arist. H. A. 7, 4 u. A.; übh. wonach lüstern sein, heftig verlangen, τῆς εἰρήνης Ar. Pax 4971 c. infin., Vesp. 349.

French (Bailly abrégé)

κισσῶ :
désirer passionnément, gén. ou inf..
Étymologie: κίσσα.

Russian (Dvoretsky)

κισσάω: атт. κιττάω
1 страстно желать (τινος и ποιεῖν τι Arph.);
2 (о беременных женщинах), иметь странные прихоти Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κισσάω: Ἀττ. κιττ-: μέλλ. -ήσω: (κίσσα ΙΙ)· ― ἔχω ὄρεξιν πρὸς ἀσυνήθη φαγητά, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 6, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 35· κ. γηθυλλίδος Ἀθήν. 372Α· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης Ἀριστοφ. Εἰρ. 497· μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ σφόδρα νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Σφ. 349.

Greek Monotonic

κισσάω: Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, έχω όρεξη για περίεργο φαγητό, λέγεται για εγκύους· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης, σε Αριστοφ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, στον ίδ.

Middle Liddell

κισσάω, [from κίττα
to crave for strange food, of pregnant women: metaph., κ. τῆς εἰρήνης Ar.; c. inf. to long to do a thing, Ar.