κισσοφορία

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοφορία Medium diacritics: κισσοφορία Low diacritics: κισσοφορία Capitals: ΚΙΣΣΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: kissophoría Transliteration B: kissophoria Transliteration C: kissoforia Beta Code: kissofori/a

English (LSJ)

ἡ, wearing of ivy-wreaths, in plural, IG12 (2).484.5 (Mytil.).

Greek Monolingual

κισσοφορία, ἡ (Α) κισσοφορώ
1. το να φέρει κάποιος κισσό
2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό.