κοιλοστόμαχος

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοστόμαχος: διάθεσις, ἡ, τὸ αἰσθάνεσθαι κενότητα ἐσωτερικῶς, Ψευδο-Ἱππ. ἐν Boisson. Ἀνεκδ. 3. 428.

Greek Monolingual

κοιλοστόμαχος, ἡ (Α)
φρ. «κοιλοστόμαχος διάθεσις» — η αίσθηση της κενότητας του στομαχιού, το να αισθάνεται κάποιος κενό το στομάχι («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις οἷον εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στόμαχος (πρβλ. ευστόμαχος, κακοστόμαχος)].