κοινοτελής

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοτελής Medium diacritics: κοινοτελής Low diacritics: κοινοτελής Capitals: ΚΟΙΝΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: koinotelḗs Transliteration B: koinotelēs Transliteration C: koinotelis Beta Code: koinotelh/s

English (LSJ)

κοινοτελές, with the authority of the state, δόγμα IG11(4).1150 (Delos, ii B.C.).

Greek Monolingual

κοινοτελής, -ές (Α)
αυτός που επιτρέπεται ή παραχωρείται ή καθιερώνεται από την πολιτείαδόγμα κοινοτελές», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -τελής (< τέλος), πρβλ. ευτελής, υποτελής].