κοινότητα
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
η (AM κοινότης, -ητος, Μ και κοινότη) κοινός
η ιδιότητα του κοινού, το να ανήκει κάτι σε πολλούς ή να είναι κοινό γνώρισμα πολλών («κοινότητα συμφερόντων»)
νεοελλ.
1. ένωση προσώπων που έχουν κοινή καταγωγή, κοινά συμφέροντα ή κοινά ενδιαφέροντα και ασχολίες (α. «η ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας» β. «η μαθητική κοινότητα»)
2. (στην Ελλάδα) η κατώτερη βαθμίδα διοικητικής διαίρεσης του κράτους («κοινότητα Πυθαγορείου Σάμου»)
3. (επί τουρκοκρατίας) διοικητικός οργανισμός πόλης, κωμόπολης («οι κοινότητες του Πηλίου»)
4. φρ. α) «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα» — βλ. ευρωπαϊκός
β) «Βουλή τών Κοινοτήτων» — το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα του αγγλικού κοινοβουλίου
νεοελλ.-μσν.
διοικητικός οργανισμός μονής ή μοναστικής πολιτείας («ιερά κοινότητα του Αγίου Όρους»)
μσν.
1. το σύνολο τών πολιτών
2. συγκέντρωση ατόμων, ομήγυρη
αρχ.
1. κοινή ιδιότητα («αἱ μὲν γὰρ κοινότητες ἐπιφαίνονται ταῖς πράξεσιν», Πλούτ.)
2. γραμμ. κοινό γένος
3. γενικότητα, αοριστία, ασάφεια
4. κοινοτοπία, κοινός τόπος
5. κοινωνικότητα, προσήνεια, ευπροσηγορία
6. η βουλή, το διασκεπτόμενο σώμα.