ομήγυρη
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, -εως, Α και ιων. τ. γεν. -ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις)
συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση
νεοελλ.
σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις»)
αρχ.
1. σύναξη θεών («θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἄλλων», Ομ. Ιλ.)
2. κάθε συνέλευση ή συναγωγή («Νυμφάων ἐς ὁμήγυριν ἀγρομενάων ἤλυθεν», Ευρ.)
3. (για τους αστέρες) σύνολο, άθροισμα («ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἄγυρις (< ἀγείρω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. πανήγυρις)].