κοιτασία
From LSJ
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
English (LSJ)
ἡ, cohabitation, LXX Le.20.15.
German (Pape)
[Seite 1470] ἡ, der Beischlaf, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτᾰσία: ἡ, (κοιτάζομαι) συγκοίμησις, συνοίκησις, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κ΄, 15).
Greek Monolingual
κοιτασία, ἡ (AM)
ερωτική μίξη, συνουσία, συνεύρεση, συγκοίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιτασ- (πρβλ. κοιτάσ-ω, μέλλ. του κοιτάζω) + κατάλ. -ία (πρβλ. δικασία, εικασία)].