κοκόνα

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

η
1. (ως προσηγορία γυναικών αριστοκρατικής καταγωγής) κυρία, κυρά, δέσποινα
2. (ως θωπευτική προσηγορία γυναίκας) αγαπητή, καλή
3. ειρων. αυτή που κάνει τη μεγάλη κυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμαν. cocoană].