κομμιδώδης

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμῐδώδης Medium diacritics: κομμιδώδης Low diacritics: κομμιδώδης Capitals: ΚΟΜΜΙΔΩΔΗΣ
Transliteration A: kommidṓdēs Transliteration B: kommidōdēs Transliteration C: kommidodis Beta Code: kommidw/dhs

English (LSJ)

κομμιδῶδες, gummy, Thphr. CP 5.10.2.

German (Pape)

[Seite 1478] ες, gummiartig, voll Gummi, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κομμῐδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόμμι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 2.

Greek Monolingual

κομμιδώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμ-ίδ-ιον + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ασβεστώδης, γρανιτώδης)].