κοντόθωρος

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. μύωπας, αυτός που δεν μπορεί να δει μακριά
2. μτφ. αυτός που έχει περιορισμένη αντίληψη τών πραγμάτων ή που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -θωρος (< θ. θωρ- του θωρώ), πρβλ. γλυκόθωρος, καλόθωρος].