Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
το (Μ κοπίδι[ν])
1. κοπτικό εργαλείο από σίδηρο ή χάλυβα, με ακμή κοφτερή στο ένα άκρο του, το οποίο είναι κατάλληλο για κατεργασία διαφόρων σκληρών υλικών
2. μαχαίρι τών υποδηματοποιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς, -ίδ-ος + υποκορ. κατάλ. -ι(ο)ν (πρβλ. γλωσσίδι, σανίδι)].