κοπριά
Greek Monolingual
και κοπρά, η (ΑM κοπρία, Μ και κοπρέα)
1. περίττωμα ζώου
2. σωρός περιττωμάτων ζώων, κοπρώνας («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)
2. ζωικό λίπασμα («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. βρομιά, ακαθαρσία
2. άχρηστος και περιττός άνθρωπος
3. μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η έρευνα έδειξε πως υπάρχει πολλή κοπριά»)
αρχ.
ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοπρία < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ία. Ο τ. κοπρέα < κόπρος (Ι) + κατάλ. -έα. Ο τ. κοπριά < κοπρία ή < κοπρέα με καταβιβασμό του τόνου. Η συνίζηση της κατάλ. σε ι-ιά, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το σύμφωνο -ρ- κατά προφύλαξιν].
Translations
Albanian: bajgë; Arabic: رَوْث, سَمَاد, بِرَاز; Egyptian Arabic: زبل; Moroccan Arabic: غبار, مازير; Armenian: գոմաղբ; Aromanian: baligã; Azerbaijani: peyin, gübrə; Belarusian: гной; Bengali: সার; Bulgarian: естествен тор, тор, гюбре; Burmese: မြေဩဇာ; Catalan: fem; Chamicuro: tuki; Chinese Mandarin: 肥料, 糞肥, 粪肥, 糞, 粪; Czech: hnůj; Dalmatian: lotum; Danish: møg, gødning; Dutch: mest; Esperanto: sterko; Estonian: sõnnik; Finnish: lanta, sonta; French: fumier, purin; Galician: estrume, esterco, cuito; Gallo: fien; Georgian: ნეხვი, ნაკელი, ფუნე; German: Mist, Dung, Odel; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌷𐍃𐍄𐌿𐍃; Greek: κοπριά; Ancient Greek: κοπριά, κόπρος, σπέλεθος; Hebrew: זֶבֶל; Hindi: खाद, पांस; Hungarian: trágya; Icelandic: mykja; Indonesian: pupuk; Irish: aoileach; Italian: letame, stallatico; Japanese: 肥, 肥料; Kazakh: көң; Khmer: ជីហរិត, ជីអាចម៍សត្វ; Korean: 비료(肥料), 똥, 똥거름; Kurdish Central Kurdish: پەیین; Northern Kurdish: peyîn; Kyrgyz: көң, кык; Lao: ໂຄທາ; Latin: stercus, fimum, fimus; Latvian: mēsli; Lithuanian: mėšlas; Low German: Mischt; Luxembourgish: Mëscht; Macedonian: лепешка, ѓубриво, ѓубре; Malay: baja; Maltese: demel; Manx: eoylley; Maori: wairākau, maniua; Mongolian Cyrillic: аргал; Moroccan Amazigh: ⴰⵎⴰⵣⵉⵔ; Norman: conré, feunmyi; Norwegian Bokmål: møkk, gjødsel; Nynorsk: møkk; Ojibwe: moo; Pashto: غوشېړ, مېزر, ډېرۍ; Persian: کود, سرگین; Plautdietsch: Mest; Polish: nawóz, gnój; Portuguese: estrume, esterco; Quechua: wanu; Romagnol: aldàn; Romanian: baligă; Russian: навоз, удобрение, гной; Scottish Gaelic: buachar, leasachadh, todhar; Serbo-Croatian Cyrillic: балега, гно̑ј; Roman: baléga, gnȏj; Slovak: hnoj; Slovene: gnoj; Spanish: estiércol, abono; Sundanese: manur; Swahili: mbolea; Swedish: gödsel; Tajik: пору, саргин; Tamil: இயற்கை உரம்; Tashelhit: ⴰⵎⴰⵣⵉⵔ; Thai: ปุ๋ย, ปุ๋ยคอก; Tocharian B: weṃts; Turkish: gübre; Turkmen: dökün; Ukrainian: гній; Urdu: کھاد; Uyghur: چىلە, ئوغۇت; Uzbek: oʻgʻit, goʻng; Venetian: leame, grasa; Vietnamese: bón phân, phân chuồng; Walloon: ansene; Welsh: tail; Westrobothnian: göning