κορακίας

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορακίας Medium diacritics: κορακίας Low diacritics: κορακίας Capitals: ΚΟΡΑΚΙΑΣ
Transliteration A: korakías Transliteration B: korakias Transliteration C: korakias Beta Code: koraki/as

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A chough, Pyrrhocorax alpinus, Arist.HA 617b16, Hsch.
2 as adjective, raven-black, Id.

German (Pape)

ὁ, rabenartig; κολοιός, Rabendohle, Arist. H.A. 9.24; – rabenschwarz, Hesych.

Russian (Dvoretsky)

κορᾰκίᾱς: ου adj. m похожий на ворона: κ. κολοιός Arst. предполож. галка-клушица.

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκίας: -ου, ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἴδε ἐν λέξ. κολοιός. 2) ὡς ἐπίθετ., μέλας ὡς κόραξ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορακίας, ὁ (Α)
είδος καλοιακούδας («κολοιῶν δ' ἐστὶν εἴδη τρία, ἓν μὲν ὁ κορακίας», Αριστοτ.)
αρχ.
ως επίθ. (κατά τον Ησύχ.) μαύρος σαν κόρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ίας (πρβλ. στρουθίας, φοινικίας)].