κορδάκισμα

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκισμα Medium diacritics: κορδάκισμα Low diacritics: κορδάκισμα Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΣΜΑ
Transliteration A: kordákisma Transliteration B: kordakisma Transliteration C: kordakisma Beta Code: korda/kisma

English (LSJ)

-ατος, τό, dancing of the κόρδαξ, Hsch. s.v. κολλικόνομον.

Greek Monolingual

το (Α κορδάκισμα) κορδακίζω
νεοελλ.
άσεμνη, απρεπής εμφάνιση
αρχ.
το να χορεύει κάποιος τον κόρδακα.

German (Pape)

τό, = κορδακισμός, Hesych.