κορδάκισμα
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
English (LSJ)
-ατος, τό, dancing of the κόρδαξ, Hsch. s.v. κολλικόνομον.
Greek Monolingual
το (Α κορδάκισμα) κορδακίζω
νεοελλ.
άσεμνη, απρεπής εμφάνιση
αρχ.
το να χορεύει κάποιος τον κόρδακα.
German (Pape)
τό, = κορδακισμός, Hesych.