κορφιάς

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

Greek Monolingual

ο κορφή
1. το κορυφαίο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, η κορυφαία δοκός
2. ναυτ. κοινή ονομασία του ανέμου που φυσάει σε έναν κόλπο από το άνοιγμα προς το εσωτερικό του, αλλ. μπάτης ή μπουκαδούρα.