κοσμουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, creator of the world, Iamb.in Nic.p.10 P., Dam.Pr.270.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμουργός: ὁ, δημουργὸς τοῦ κόσμου, Ἰάμβλ. εἰς Νικάνδρ. Ἀριθμ. σ. 11.
Greek Monolingual
κοσμουργός, ὁ (ΑM)
ο δημιουργός του κόσμου, ο πλάστης του σύμπαντος, ο κοσμοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ουργός < ἔργον (πρβλ. μουσουργός, ξυλουργός)].
German (Pape)
ὁ, der Weltschöpfer, Iambl.