Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουρκούτι

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

το και κουρκούτη, η
1. χυλός από αλεύρι και νερό
2. είδος πρόχειρου φαγητού, πολτός που αποτελείται από αλεύρι βρασμένο με νερό
3. φρ. «μού 'κανες το μυαλό κουρκούτι» — μέ παραζάλισες
4. παροιμ. α) «καμαρώνει το κουρκούτι και γυρεύει πρόβειο γάλα» — λέγεται γι' αυτούς που απαιτούν τιμή και υπόληψη, χωρίς να έχουν καμιά αξία
β) «κάηκε απ' το κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι» — όποιος έχει μια κακή εμπειρία φυλάγεται και από ακίνδυνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κουρκούτιν < κορκότον (άγνωστης ετυμολ.). Κατ' άλλους, από περσ. kukurt «θειάφι» λόγω της ομοιότητάς τους].