κουτός

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ανόητος, μωρός
2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός
3. φρ. «κάνω τον κουτό» — προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό-μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός < φυρόμυαλος, αψύς/αψίς < αψίθυμος κ.τ.ό.].