κρίνος

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κρίνος)
κοινή ονομασία του φυτικού γένους λείριο ή λίλιο, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κρίνον (το), με αλλαγή γένους].