κραύρος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
Greek Monolingual
κραῡρος, -α, -ον, θηλ. και -ος (AM)
1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.)
2. εύθραυστος, εύθρυπτος
3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῖον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῖ καὶ τὴν τῶν ἐρεισμάτων μὴ κραῡρον εἶναι, ἀλλὰ μαλακωτέραν», Αριστοτ.)
αρχ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ κραῡρος και ἡ κραῡρα
α) εμπύρετη ασθένεια τών βοδιών και τών χοίρων
β) το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) ασθένεια τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].